τσέλιγκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσέλιγκας < μεσαιωνική ελληνική τζελνίκος / τζέλνικας [1] < σλαβικής προέλευσης челник (čelnik: αρχηγός, επικεφαλής) < πρωτοσλαβική *čelò (μέτωπο) + *-ьnikъ (σλαβικά: -ник)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσέλιγκας αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που έχει στην κατοχή του πολλά αιγοπρόβατα (συνήθως πάνω από πεντακόσια)
- που είναι αρχηγός σε ένα τσελιγκάτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βοσκός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσέλιγκας
- ↑ τσελνίκος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσέλιγκας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)