τσαγιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαγιέρα | οι | τσαγιέρες |
γενική | της | τσαγιέρας | — | |
αιτιατική | την | τσαγιέρα | τις | τσαγιέρες |
κλητική | τσαγιέρα | τσαγιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαγιέρα θηλυκό
- (κουζινικά) σκεύος που χρησιμοποιείται για το σερβίρισμα τσαγιού ή άλλου ζεστού ροφήματος
- (κουζινικά) κουζινικό σκεύος για το βράσιμο νερού, βραστήρας νερού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομμάτι από σερβίτσιο