φαβοριτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαβοριτισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική favoritisme < λατινική favor < faveo < 'πρωτοϊταλική *fawēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰh₂u-eh₁- (ευνοώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαβοριτισμός αρσενικό
- η ευνοιοκρατία, η χαριστική μεταχείριση, η εύνοια σε επαγγελματικούς χώρους και κυρίως στο δημόσιο τομέα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαβοριτισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)