φαντασιοκοπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαντασιοκοπία οι φαντασιοκοπίες
      γενική της φαντασιοκοπίας των φαντασιοκοπιών
    αιτιατική τη φαντασιοκοπία τις φαντασιοκοπίες
     κλητική φαντασιοκοπία φαντασιοκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαντασιοκοπία < φαντασιοκόπος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαντασιοκοπία θηλυκό

  • (μειωτικό) για διήγηση ή ιδέα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά αποτελεί επινόηση μιας αχαλίνωτης φαντασίας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]