φαντασιοκοπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαντασιοκοπώ < φαντασιοκόπος

φαντασιοκοπώ

  • ζω στον κόσμο της φαντασίας μου, φαντάζομαι απραγματοποίητα σχέδια ή πάντως πράγματα και καταστάσεις που δεν είναι αληθινές


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]