φαρφάλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαρφάλω | οι | φαρφάλες |
γενική | της | φαρφάλως | των | φαρφάλων |
αιτιατική | τη | φαρφάλω | τις | φαρφάλες |
κλητική | φαρφάλω | φαρφάλες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαρφάλω < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαρφάλω θηλυκό (αρσενικό φαρφάλης)
Πηγές
[επεξεργασία]- Πελοποννησιακά, τομ. 6, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, 1963, σελ. 78