φασολάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φασολάκι | τα | φασολάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φασολάκι | τα | φασολάκια |
κλητική | φασολάκι | φασολάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασολάκι < φασόλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.soˈla.ci/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φασολάκι ουδέτερο (πληθυντικός φασολάκια)
- (λαχανικό) ο πράσινος καρπός της φασολιάς που μαγειρεύται
- (κυριολεκτικά) μικρό φασόλι
- (έπιπλο) σε σχήμα φασολιού, συνήθως τραπεζάκι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φασολάκι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)