φασολάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φασολάκι τα φασολάκια
      γενική
    αιτιατική το φασολάκι τα φασολάκια
     κλητική φασολάκι φασολάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πράσινα φασολάκια
τραπέζι φασολάκι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φασολάκι < φασόλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fa.soˈla.ci/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φασολάκι ουδέτερο (πληθυντικός φασολάκια)

  1. (λαχανικό) ο πράσινος καρπός της φασολιάς που μαγειρεύται
  2. (κυριολεκτικά) μικρό φασόλι
  3. (έπιπλο) σε σχήμα φασολιού, συνήθως τραπεζάκι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]