φιζίκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιζίκ < γαλλική physique < λατινική physicus < αρχαία ελληνική φυσικός (αντιδάνειο)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιζίκ ουδέτερο άκλιτο
- (σπάνιο) όψη, παρουσιαστικό
- Πιστεύετε πως οι σκοτεινοί ρόλοι σάς ταιριάζουν; «Συνδέθηκα από νωρίς με αυτούς. Ίσως λόγω του φιζίκ μου, ίσως και λόγω του ρόλου που είχα στην πρώτη μου ταινία, στο "Τέλος εποχής" του Αντώνη Κόκκινου, το 1994. Έκανα τον σκληρό και κάπως σκοτεινό αρχηγό της παρέας. Από εκεί και πέρα -στην τηλεόραση κυρίως- μου ζήτησαν να κάνω αυτό που είδαν πως κάνω καλά. Υπάρχει στην τηλεόραση αυτή η τυποποίηση. Αυτό είναι το επίπεδό της, γίνονται όλα πολύ γρήγορα και χωρίς δεύτερη σκέψη. Στο θέατρο, βέβαια, έχω υποδυθεί και άλλους χαρακτήρες. Όπως, επίσης, και στον κινηματογράφο». (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)