φλοκάτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλοκάτη οι φλοκάτες
      γενική της φλοκάτης
    αιτιατική τη φλοκάτη τις φλοκάτες
     κλητική φλοκάτη φλοκάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φλοκάτη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φλοκάτος < μεσαιωνική ελληνική φλόκι < μεσαιωνική ελληνική φλόκ(ος) + -άτος < ιταλική flocco ή αρωμουνική floc < λατινική floccus (χνούδι, τουλούπα μαλλιού)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φλοκάτη θηλυκό

  • χαλί ή σκέπασμα με πολλές τούφες ή φούντες μαλλιού που στερεώνονται με κόμπους σε μια βάση και δημιουργούν έτσι ένα πυκνό και παχύ στρώμα
    ※  Ο ένας τοίχος ήταν σκεπασμένος με ψυχεδελικές αφίσες. Ο άλλος ράφια φορτωμένα με βιβλία ίσαμε πάνω, ανάκατα βαλμένα. Τόσα βιβλία! Του έκαναν τρομερή εντύπωση. Στο ντιβάνι ήταν όλο μικρά, μικρούτσικα μαξιλάρια, άχρηστα, και χάμω μια άσπρη φλοκάτη, μαξιλάρες μοβ και κίτρινες κι ένα στρογγυλό χαμηλό τραπεζάκι σκεπασμένο με ετερόκλητα αντικείμενα: περιοδικά, εφημερίδες, ζωάκια γυάλινα, κομπολόγια κι ένα ποτήρι σαμπάνιας με δυο κιτρινισμένες γαρδένιες.
    (Ζωρζ Σαρή (2016). Τα Χέγια. Αθήνα, εκδόσεις Πατάκη, ISBN: 9789601645056, (αρχική έκδοση: 1987), @google.books)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]