φλόκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φλόκκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλόκος οι φλόκοι
      γενική του φλόκου των φλόκων
    αιτιατική τον φλόκο τους φλόκους
     κλητική φλόκε φλόκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φλόκος (πράσινο) και γενοβέζικος φλόκος (γαλάζιο)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φλόκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική flocco [1] < ολλανδική fok [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈflo.kos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φλόκος αρσενικό

  • μικρό τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]