φον ντε τεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φον ντε τεν < (άμεσο δάνειο) γαλλική fond de teint < fond (βάση) de (από) teint (χρώμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φον ντε τεν ουδέτερο άκλιτο
- (κοσμετολογία) προϊόν ομορφιάς που προστατεύει την επιδερμίδα ενώ την χρωματίζει ελαφρά και ενιαία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φον ντε τεν
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κοσμετολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)