φουντάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φουντάρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του φουντάρω, η ενέργεια του φουντάρω, η πράξη του να ριχτεί κάτι στη θάλασσα για να βουλιάξει ή να ρίξει κάποιος τον εαυτό του για να αυτοκτονήσει
- αγκυροβόληση, το φουντάρισμα της άγκυρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φουντάρισμα
|