φυτευτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυτευτής < φυτεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φυτευτής αρσενικό

  • εκείνος που φυτεύει

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φυτευτής