φυτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυτεύω < αρχαία ελληνική φύω

φυτεύω

  1. βάζω στη γη ή στο χώμα σπόρο ή τμήμα φυτού για να βλαστήσει (συνήθως για το σπόρο χρησιμοποιείται το ρήμα σπέρνω και όχι το φυτεύω)
  2. (αργκό) θάβω στη γη κάποιον, τον σκοτώνω
    Θα σε φυτέψω αν ξαναμιλήσεις άσχημα για τη μάνα μου! (θα σε σκοτώσω)
  3. (μεταφορικά) χώνω κάτι
    Του φύτεψαν τρεις σφαίρες
  4. τοποθετώ στοιχεία κάπου ώστε να ενοχοποιήσω έναν αθώο
    Οι Αμερικανοί πιθανόν φύτεψαν στοιχεία σε βάρος του Ιράκ για να ενοχοποιήσουν το Σαντάμ για ανύπαρκτα πυρηνικά προγράμματα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]