χαυλιόδοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαυλιόδοντας < αρχαία ελληνική χαυλιόδους
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xa.vliˈo.ðon.das/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαυλιόδοντας αρσενικό
- το ελαφρώς κυρτωμένο προς τα πάνω και προεξέχον δόντι του ελέφαντα ή του αγριόχοιρου (καθένα από τα δύο δόντια που έχει κάθε ζώο)