χαυλιόδους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χαυλιόδους < χαυλιο- άγνωστης ετυμολογίας, το οποίο ορισμένοι συνδέουν με το χαῦνος (σπογγώδης, πορώδης για τη σύσταση υλικών), με πιθανή ερμηνεία «αραιά, προξέχοντα» για τα δόντια + -όδους (ὀδούς) [1]
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό .
Επίθετο
χαυλιόδους, -ους, -ουν
- (για ζώα) με μεγάλα προεξέχοντα δόντια (κάπρος χαυλιόδους) σε αντιδιαστολή προς το καρχαρόδους (για τα ζώα όπως ο σκύλος που έχουν δόντια σαν πριόνι)
Άλλες μορφές
- χαυλιόδων (αρσενικό και θηλυκό)
Ουσιαστικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χαυλῐοδοντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | χαυλιόδους | οἱ | χαυλιόδοντες | |
γενική | τοῦ | χαυλιόδοντος | τῶν | χαυλιοδόντων | |
δοτική | τῷ | χαυλιόδοντῐ | τοῖς | χαυλιόδουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | χαυλιόδοντᾰ | τοὺς | χαυλιόδοντᾰς | |
κλητική ὦ! | χαυλιόδους | χαυλιόδοντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαυλιόδοντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χαυλιοδόντοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κυνόδους' όπως «κυνόδους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χαυλιόδους, -οντος αρσενικό
- ο χαυλιόδοντας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68, 71
- ὁ κροκόδειλος ἔχει ὀδόντας μεγάλους καὶ χαυλιόδοντας
- […] τετράπουν χαυλιόδοντας φαῖνον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68, 71
Αναφορές
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- χαυλιόδους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαυλιόδους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -όδους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'χαυλιόδους' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'χαυλιόδους' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κυνόδους' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κυνόδους' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κυνόδους' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)