χλατσί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χλατσί | τα | χλατσιά |
γενική | του | χλατσιού | των | χλατσιών |
αιτιατική | το | χλατσί | τα | χλατσιά |
κλητική | χλατσί | χλατσιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλατσί < χλατς + -ί < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλατσί ουδέτερο
- (αθλητισμός: μπάσκετ, αργκό) (το) εύστοχο καλάθι που δεν αγγίζει την στεφάνη της μπασκέτας ή το ταμπλό παρά μόνο τα δίχτυα που κάνουν χαρακτηριστικό ήχο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- χλατσιά (θηλυκό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)