ψιλοδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψιλοδουλειά | οι | ψιλοδουλειές |
γενική | της | ψιλοδουλειάς | των | ψιλοδουλειών |
αιτιατική | την | ψιλοδουλειά | τις | ψιλοδουλειές |
κλητική | ψιλοδουλειά | ψιλοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.lo.ðuˈʎa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιλοδουλειά θηλυκό
- εργασία που προϋποθέτει προσοχή κι επιμονή στις λεπτομέρειες και λεπτούς χειρισμούς
- (συνεκδοχικά) ό,τι προκύπτει από την παραπάνω εργασία
- απασχόληση περιστασιακή και μικρής σημασίας
- η μικρή κι ασήμαντη εμπορική επιχείρηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλοδουλειά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)