ψιλοδουλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.lo.ðuˈle.vo/
Ρήμα[επεξεργασία]
ψιλοδουλεύω
- (μεταβατικό) επεξεργάζομαι κάτι δίνοντας πολλή προσοχή στις λεπτομέρειες
- (αμετάβατο) εργάζομαι περιστασιακά κι όχι μόνιμα
- (μεταβατικό) δουλεύω ελαφρά κάποιον, τον πειράζω χωρίς κακία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλοδουλεύω
|