ψιλολόι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψιλολόι | τα | ψιλολόγια |
γενική | του | ψιλολογιού | των | ψιλολογιών |
αιτιατική | το | ψιλολόι | τα | ψιλολόγια |
κλητική | ψιλολόι | ψιλολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιλολόι ουδέτερο
- (περιληπτικό) ψιλοπράγματα, μικροπράγματα
- ※ Κατέβαινε δύο και τρεις φορές την εβδομάδα για να ξεκαθαρίσει πράγματα που έπρεπε να πεταχτούν ή να δοθούν, ρούχα της μητέρας μου, παλιά ρούχα δικά μου, χαρτιά της εφορίας, άχρηστα αποδεικτικά – όλο το ψιλολόι. (Θερμοκρασία δωματίου, Δήμητρα Κολλιάκου, εκδ. Πατάκης, 2016 [1])
- ψιλά (χρήματα σε μικρό νόμισμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλολόι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψιλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Περιληπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)