ψωμοζήτουλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψωμοζήτουλας οι ψωμοζήτουλες
      γενική του ψωμοζήτουλα των ψωμοζήτουλων
    αιτιατική τον ψωμοζήτουλα τους ψωμοζήτουλες
     κλητική ψωμοζήτουλα ψωμοζήτουλες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψωμοζήτουλας < ψωμοζήτης < ψωμοζητώ < ψωμο- + ζητώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψωμοζήτουλας αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]