бабушка
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- бабушка < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *babušьka. Συγχρονικά αναλύεται σε ба́б(а) (bába, γριά) + υποκοριστικό επίθημα -ушка (-uška) (χαϊδευτικό)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈba.buʃ.ka/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
бабушка (ru) θηλυκό
- (οικογένεια) η γιαγιά, γιαγιάκα