ἐγκάθειρκτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εγκάθειρκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐγκάθειρκτος τὸ ἐγκάθειρκτον
      γενική τοῦ/τῆς ἐγκαθείρκτου τοῦ ἐγκαθείρκτου
      δοτική τῷ/τῇ ἐγκαθείρκτ τῷ ἐγκαθείρκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐγκάθειρκτον τὸ ἐγκάθειρκτον
     κλητική ! ἐγκάθειρκτε ἐγκάθειρκτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐγκάθειρκτοι τὰ ἐγκάθειρκτ
      γενική τῶν ἐγκαθείρκτων τῶν ἐγκαθείρκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐγκαθείρκτοις τοῖς ἐγκαθείρκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐγκαθείρκτους τὰ ἐγκάθειρκτ
     κλητική ! ἐγκάθειρκτοι ἐγκάθειρκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐγκαθείρκτω τὼ ἐγκαθείρκτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐγκαθείρκτοιν τοῖν ἐγκαθείρκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐγκάθειρκτος (ελληνιστική κοινή) < ἐγκαθείργω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐγκάθειρκτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • έγκλειστος, φυλακισμένος
    ※  6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, ἀλώπηξ καὶ λέων, 334.1
    ἀλώπηξ θεασαμένη ἐγκάθειρκτον λέοντα καὶ τούτου στᾶσα ἐγγὺς δεινῶς αὐτὸν ὕβριζεν.
    Μια φορά η αλεπού αντίκρισε ένα λιοντάρι που το είχαν φυλακίσει [μέσα στο κλουβί]. Πήγε λοιπόν και στάθηκε κοντά του, εκεί απ᾽ έξω, και βάλθηκε να το περιλούζει με βρισιές.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Η αλεπού και το λιοντάρι.

Πηγές[επεξεργασία]