ὀροφουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀροφουργός οἱ ὀροφουργοί
      γενική τοῦ ὀροφουργοῦ τῶν ὀροφουργῶν
      δοτική τῷ ὀροφουργ τοῖς ὀροφουργοῖς
    αιτιατική τὸν ὀροφουργόν τοὺς ὀροφουργούς
     κλητική ! ὀροφουργέ ὀροφουργοί
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀροφουργός < ὀροφή + -ουργός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὀροφουργός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]