ὀροφουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀροφουργός αρσενικό
- (επάγγελμα) κατασκευαστής οροφών
- ※ Οὐρανίας ἁψῖδος, ὀροφουργέ Κύριε καί τῆς Ἐκκλησίας δομῆτορ, σύ με στερέωσον, ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ σῇ, τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν τό στήριγμα, μόνε Φιλάνθρωπε.
- Παρακλητικός Κανόνας του Αγίου Εφραίμ, Ωδή Γ'
- ≈ συνώνυμα: ὀροφωτής
- ※ Οὐρανίας ἁψῖδος, ὀροφουργέ Κύριε καί τῆς Ἐκκλησίας δομῆτορ, σύ με στερέωσον, ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ σῇ, τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν τό στήριγμα, μόνε Φιλάνθρωπε.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ὄροφον
Πηγές[επεξεργασία]
- ὀροφουργός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)