MEP

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: mep, mép, мер, мөр

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
MEP MEPs

Ετυμολογία [επεξεργασία]

MEP < Member of the European Parliament

Συντομομορφή[επεξεργασία]

MEP (en) αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]