abaissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abaissement < abaisser
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abaissement | abaissements |
abaissement (fr) αρσενικό
- το κατέβασμα, το χαμήλωμα
- η υποτίμηση
- (μεταφορικά) ο εξευτελισμός
- (θρησκεία) η ταπείνωση