affect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]affect (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]affect (en)
- επηρεάζω
- συγκινώ
- προσποιούμαι κάτι
- προσβάλλω (π.χ. για αρρώστια που προσβάλλει ένα μέρος του σώματος)