affected
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
affected (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
affected (en)
- πειραγμένος, αλλαγμένος, τεχνητός, προσποιητός, επιτηδευμένος
- He spoke with an affected English accent. (Μιλούσε με επιτηδευμένη βρετανική προφορά)
- επηρεασμένος συναισθηματικά, αγγιγμένος από κάτι, συγκινημένος
- επηρεασμένος από κάτι αρνητικά, πληγείς, θιγμένος, με επιπτώσεις από αρρώστια, φυσική καταστροφή