agadema
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agadema | agademaj |
αιτιατική | agademan | agademajn |
agadema (eo)
- ενεργητικός, που αγαπά τη δράση