amant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amant | amants |
θηλυκό | amante | amantes |
amant (fr)
- ο αγαπητικός
- ο εραστής, ο ερωμένος
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amant (ro) αρσενικό