antepenultimate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
antepenultimate (en)
- προπαραλήγων, τρίτος απ' το τέλος, προ-προ-τελευταίος
- (γραμματική) η προπαραλήγουσα
Επίθετο[επεξεργασία]
antepenultimate (en)
- που βρίσκεται δύο θέσεις πριν το τέλος, πριν τον προτελευταίο