arbre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

arbre < λατινική arbor

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aʁ.bʁ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arbre arbres

arbre (fr) αρσενικό

  1. (βοτανική) το δένδρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]



Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet arbre arbre
cas régime arbre arbres

arbre αρσενικό

  1. το δέντρο