caffè

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
κόκκοι καφέ
δέντρο καφέ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
caffè < αραβική قهوة

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caffè (it) αρσενικό

  1. (καφές) τo ρόφημα καφές
    un caffè, per favore : έναν καφέ, παρακαλώ[1]
  2. (φυτό) το δέντρο που βγαίνει ο καφές
  3. κατάστημα στο οποίο σερβίρουν καφέ· καφετέρια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Αν βρισκόμαστε στην Ιταλία, η αναφορά σε caffè (για ρόφημα), χωρίς άλλο προσδιορισμό τύπου καφέ, ταυτίζεται με τον καφέ τύπου εσπρέσο.