cardinalis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cardinalis < cardo + -alis • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; το in-
- Και (ουσιαστικοποιημένο)
Επίθετο[επεξεργασία]
cardinalis, -is, -e
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στο μεντεσέ
- (συνεκδοχικά) αυτός πάνω στον οποίο στηρίζεται κάποιος ή κάτι: αρχηγός, επικεφαλής, θεμελιώδης
Κλίση[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cardinalis
- → ζητούμενο λήμμα φυσικός ακέραιος αριθμός
- (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) ο καρδινάλιος
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- cardinalis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.