causse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

causse < δημώδης λατινική °calcina < λατινική calx (στα γαλλικά chaux, ασβέστης)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
causse causses

causse (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]