causse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- causse < δημώδης λατινική °calcina < λατινική calx (στα γαλλικά chaux, ασβέστης)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
causse | causses |
causse (fr) αρσενικό
- ασβεστολιθικό οροπέδιο, στην κεντρική και νότια Γαλλία