courant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

courant < courir

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
courant courants

courant (fr) αρσενικό

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό courant courants
θηλυκό courante courantes

courant (fr)

Μετοχή[επεξεργασία]

courant (fr)