dick around
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | dick around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dicks around |
αόριστος | dicked around |
παθητική μετοχή | dicked around |
ενεργητική μετοχή | dicking around |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]dick around (en)
- (αμετάβατο, χυδαίο, ανεπίσημο, αργκό, αμερικανικά αγγλικά) χαζεύω, χάνω χρόνο να συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο