fool around
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | fool around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fools around |
αόριστος | fooled around |
παθητική μετοχή | fooled around |
ενεργητική μετοχή | fooling around |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fool around (en)
- χαζεύω, τεμπελιάζω, χάνω χρόνο αντί να κάνω κάτι που θα έπρεπε να κάνω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- fool about (και βρετανικά αγγλικά)