fortune

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: fortuné
      ενικός         πληθυντικός  
fortune fortunes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fortune < παλαιά γαλλική fortune < λατινική fortuna

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fortune (en)

  1. η περιουσία, ένα μεγάλο χρηματικό ποσό
    He donated his fortune to the church.
    Δώρισε την περιουσία του στην εκκλησία.
  2. (μη μετρήσιμο) η τύχη
    Fortune favors the brave.
    Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.
  3. η μοίρα, η τύχη του καθενός
    She will read your fortune.
    Αυτή θα διαβάσει (θα σου πει) την μοίρα/τύχη σου.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fortune fortunes

fortune (fr) θηλυκό

  1. η τύχη, η καλή τύχη
  2. το πλούτος
  3. η περιουσία

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]