get away

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας get away
γ΄ ενικό ενεστώτα gets away
αόριστος got away
παθητική μετοχή got away (ΗΒ), gotten away (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting away

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
get away < → δείτε τις λέξεις get και away

get away (en)

  • το σκάω
    The robbers got away with a stolen car.
    Οι ληστές το 'σκασαν με ένα κλεμμένο αυτοκίνητο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flee

Συγγενικά

[επεξεργασία]