get away with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας get away with
γ΄ ενικό ενεστώτα gets away with
αόριστος got away with
παθητική μετοχή got away with, gotten away with
ενεργητική μετοχή getting away with
Ο δεύτερος τύπος, κυρίως στα αμερικάνικα αγγλικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
get away with < → δείτε τις λέξεις get, away και with

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌɡet.əˈweɪ.wɪð/
 

get away with (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • get away with - Cambridge Dictionary online
  • get away with - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC