greasy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός greasy
συγκριτικός greasier
υπερθετικός greasiest

Ετυμολογία [επεξεργασία]

greasy < grease + -y

Επίθετο[επεξεργασία]

greasy (en)

  1. λιγδιασμένος, λαδώνομαι, που καλύπτεται με πολύ γράσο ή λάδι
    My hands got greasy from the frying pan.
    Λαδώθηκαν τα χέρια μου απ΄ το τηγάνι.
  2. (κακόσημο) λιπαρός, για φαγητό που μαγειρεύεται με πολύ λάδι ή λίπος
    very greasy food - πολύ λιπαρή τροφή
  3. (κακόσημο) λιπαρός, λαδωμένος, για τα μαλλιά ή το δέρμα που παράγει πολύ φυσικό λάδι
    greasy skin/greasy hair - λιπαρό δέρμα/λιπαρά μαλλιά
    greasy hair - λαδωμένο μαλλί
  4. (κακόσημο, ανεπίσημο) γλοιώδης, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους που είναι φιλική με τρόπο που δεν φαίνεται ειλικρινής
    a greasy smile - γλοιώδες χαμόγελο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]