greasy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | greasy |
συγκριτικός | greasier |
υπερθετικός | greasiest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
greasy (en)
- λιγδιασμένος, λαδώνομαι, που καλύπτεται με πολύ γράσο ή λάδι
- ↪ My hands got greasy from the frying pan.
- Λαδώθηκαν τα χέρια μου απ΄ το τηγάνι.
- ↪ My hands got greasy from the frying pan.
- (κακόσημο) λιπαρός, για φαγητό που μαγειρεύεται με πολύ λάδι ή λίπος
- ↪ very greasy food - πολύ λιπαρή τροφή
- (κακόσημο) λιπαρός, λαδωμένος, για τα μαλλιά ή το δέρμα που παράγει πολύ φυσικό λάδι
- ↪ greasy skin/greasy hair - λιπαρό δέρμα/λιπαρά μαλλιά
- ↪ greasy hair - λαδωμένο μαλλί
- (κακόσημο, ανεπίσημο) γλοιώδης, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους που είναι φιλική με τρόπο που δεν φαίνεται ειλικρινής
- ↪ a greasy smile - γλοιώδες χαμόγελο