oily
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | oily |
συγκριτικός | oilier |
υπερθετικός | oiliest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
oily (en)
- λαδερός, λιπαρός, λαδώνω, που περιέχει ή καλύπτεται με λάδι
- ↪ The pie was very oily and made me sick.
- Η πίτα έγινε πολύ λαδερή και με λίγωσε.
- ↪ oily substances - λιπαρές ουσίες
- ↪ oily skin/oily hair - λιπαρό δέρμα/λιπαρά μαλλιά
- ↪ oily hair - λαδωμένο μαλλί
- ↪ Make sure not to get me oily!
- Πρόσεξε να μη με λαδώσεις!
- ↪ The pie was very oily and made me sick.