homophone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- homophone < ομόφωνος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
homophone | homophones |
homophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
homophone | homophones |
homophone (fr) αρσενικό
- ομόφωνη λέξη
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η λέξη χρησιμοποιείται για λέξεις που προφέρονται το ίδιο, πχ. voix, voie, voit.
- Για την έννοια «ομόφωνη απόφαση», δείτε τη λέξη unanime.