voie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
voie voies

voie (fr) θηλυκό

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

voie (fr)

  1. α΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του voir
  2. γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του voir