interfere

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: interfère, interféré

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας interfere
γ΄ ενικό ενεστώτα interferes
αόριστος interfered
παθητική μετοχή interfered
ενεργητική μετοχή interfering

Ρήμα[επεξεργασία]

interfere (en)

  1. επεμβαίνω, παρεμβαίνω
     συνώνυμα: intervene
  2. συγκρούομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]