move along
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | move along |
γ΄ ενικό ενεστώτα | moves along |
αόριστος | moved along |
παθητική μετοχή | moved along |
ενεργητική μετοχή | moving along |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
move along (en)
- προχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω σε μια νέα θέση, ειδικά για να κάνω χώρο για άλλους ανθρώπους
Πηγές[επεξεργασία]
- move along - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 107. ISBN 9780194325684., λήμμα: απομακρύνω