muck around
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | muck around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mucks around |
αόριστος | mucked around |
παθητική μετοχή | mucked around |
ενεργητική μετοχή | mucking around |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
muck around (en)
- (ανεπίσημο, βρετανικά αγγλικά) χαζεύω, συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο, ειδικά όταν θα έπρεπε να δουλεύω ή να κάνω κάτι άλλο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- muck around - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 957. ISBN 9780194325684., λήμμα: χαζεύω