on top
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
on top (en)
- (ιδιωματισμός) από πάνω, στο υψηλότερο σημείο ή επιφάνεια
- ↪ The dictionary is on top.
- Το λεξικό είναι πάνω.
- ↪ What should I wear on top?
- Τι να φορέσω από πάνω;
- ↪ The dictionary is on top.