on top of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
on top of (en) (ιδιωματισμός)
- από πάνω, πάνω σε, που είναι πάνω από κάτι ή κάποιον
- ↪ a weight on top of him was lifted - έφυγε ένα βάρος από πάνω του.
- ↪ Put it on top of the others.
- Βάλε το πάνω στ' άλλα.
- κι από πάνω, έπειτα, επιπροσθέτως
- ↪ It was savory, but he put more salt on top of that.
- Ήταν πικάντικο, αλλά εκείνος έβαλε κι άλλο αλάτι από πάνω.
- ↪ He borrowed my car, and on top of that, like that wasn’t enough, he asked me to loan him 100 euros!
- Δανείστηκε το αυτοκίνητό μου, κι έπειτα, σα να μην έφτανε αυτό, μου ζήτησε να τον δανείσω 100 ευρώ!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally
- ↪ It was savory, but he put more salt on top of that.
- έχω υπό τον έλεγχο, ελέγχω την κατάσταση